ανάκυψη

ανάκυψη
η
1. το να σηκώσει κανείς κεφάλι, να αναλάβει: Ανάκυψη από τις συμφορές οι άνθρωποι δεν είχαν.
2. γυμναστική άσκηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανάκυψη — η 1. άνοδος στην επιφάνεια, εμφάνιση, ανάδυση 2. απαλλαγή από στενοχώρια ή συμφορά 3. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία ο γυμναζόμενος ανυψώνει το κεφάλι του ή τον κορμό από κάποια κεκλιμένη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακύπτω. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • ἀνακύψῃ — ἀνακύπτω lift up the head aor subj mid 2nd sg ἀνακύπτω lift up the head aor subj act 3rd sg ἀνακύπτω lift up the head fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”